Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Βελτιώστε το κείμενο που γράψατε σε μια ξένη γλώσσα
Αυτό το εργαλείο σάς δίνει τη δυνατότητα να κάνετε πιο συγκεκριμένο το κείμενο που συνθέσατε σε μια μη μητρική γλώσσα.
Παράγει επίσης εξαιρετικά αποτελέσματα κατά την επεξεργασία κειμένου μεταφρασμένου από τεχνητή νοημοσύνη.
Δημιουργήστε μια σύνοψη κειμένου
Αυτό το εργαλείο σάς επιτρέπει να δημιουργήσετε μια περίληψη κειμένου σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Ανάπτυξη κειμένου
Εισαγάγετε ένα μικρό τμήμα κειμένου και η τεχνητή νοημοσύνη θα το επεκτείνει.
Δημιουργία ομιλίας από κείμενο
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η ομιλία θα δημιουργηθεί από την τεχνητή νοημοσύνη.
Διαθέσιμες γλώσσες
Αγγλικά
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
2. (разг.) небрежно относится к кому-чему-нибудь, не дорожить кем-чем-нибудь.
Б. работниками. Б. деньгами.
3. бросать друг в друга или в кого-что-нибудь.
Б. снежками.
бросаться
несов.
1) Бросать что-л. в кого-л., чего-л. или друг в друга; кидаться.
2) а) перен. разг. Неумеренно, безрассудно расходовать, тратить в большом количестве.
б) Легко отказываться от кого-л., не дорожить, пренебрегать кем-л.
3) а) Резко, быстро, порывисто устремляться куда-л., к кому-л., чему-л.
б) Поспешно приступать к какому-л. действию, начинать делать что-л.
в) Стремительно, быстро бежать, плыть и т.п.
г) Устремляться, прыгать вниз.
д) Падать, стремительно опускаться (ложиться, садиться и т.п.) на что-л.
4) а) разг. Набрасываться, нападать на кого-л.
б) перен. Резко, раздраженно говорить с кем-л.; ругаться.
5) а) разг. Увлеченно, с большим интересом начинать заниматься какой-л. деятельностью.
б) устар. Полностью отдаваться каким-л. чувствам, впадать в какое-л. состояние.
6) перен. Говорить, произносить что-л.
7) Страд. к глаг.: бросать (1-4,7-11).
1. (·совер. нет) чем. Бросать друг в друга. Бросаться снежками. Бросаться камнями.
| Иметь привычку бросать чем-нибудь, заниматься киданием чего-нибудь (·разг. ).
2. (·совер. нет) перен., чем. Бросать с небрежностью (неол.·разг. ). Не бросайся обвинениями.
| Пренебрегать чем-нибудь (неол.·разг. ). При режиме экономии бросаться такими источниками доха не следует. "Зачем же зря бросаться человеком, если человек этот не потерян для социализма?" Афиногенов. *****
одной двери к другой.
5. Прыгать с высоты вниз. Бросаться в воду. Бросаться в пропасть. Бросаться с моста.
| То же, - чтобы покончить с собой. Бросаться с пятого этажа.
6. В порыве чувства устремляться, падать. Бросаться на шею. Бросаться в объятья. Бросаться на колени.
7. Приливать к какому-нибудь месту (о крови, женском молоке), сосредоточиваться в каком-нибудь месте. Молоко бросается в голову. Кровь бросается в лицо.
| Вызывать головокружение при охмелении (о вине). Вино бросается в голову.
8. (·совер.не употр.). страд. к бросать во всех ·знач., кроме 2, 6 в непереходном ·знач. и 8.
•Бросаться в глаза (обычно 3 ·л.) - быть особенно заметным, привлекать внимание. Ее бледность бросается в глаза. Всем бросается в глаза, что он стремится устраниться от работы.